υπόδουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπόδουλος | η | υπόδουλη | το | υπόδουλο |
| γενική | του | υπόδουλου | της | υπόδουλης | του | υπόδουλου |
| αιτιατική | τον | υπόδουλο | την | υπόδουλη | το | υπόδουλο |
| κλητική | υπόδουλε | υπόδουλη | υπόδουλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπόδουλοι | οι | υπόδουλες | τα | υπόδουλα |
| γενική | των | υπόδουλων | των | υπόδουλων | των | υπόδουλων |
| αιτιατική | τους | υπόδουλους | τις | υπόδουλες | τα | υπόδουλα |
| κλητική | υπόδουλοι | υπόδουλες | υπόδουλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπόδουλος < ελληνιστική κοινή ὑπόδουλος < ὑπό + αρχαία ελληνική δοῦλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpo.ðu.los/
Συγγενικά
- ανυποδούλωτος
- καθυποδουλώνω
- καθυποδούλωση
- υποδουλοσύνη
- υποδουλωμένος
- υποδουλώνω
- υποδούλωση
- υποδουλωτής
- υποδουλωτικά
- υποδουλωτικός
- → δείτε τις λέξεις υπό και δούλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.