υποδουλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποδουλώνω < μεσαιωνική ελληνική ὑποδουλῶ + -ώνω < ελληνιστική κοινή ὑπόδουλος < ὑπό + αρχαία ελληνική δοῦλος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.ðuˈlo.no/

Ρήμα

υποδουλώνω (παθητική φωνή: υποδουλώνομαι)

  1. κάνω κάποιον δούλο ή του αφαιρώ την ανεξαρτησία και την ελευθερία (νικώντας σε πόλεμο ή με άλλο τρόπο)
  2. (μεταφορικά) υποτάσσω κάποιον σε εξαρτησιογόνο παράγοντα, τον κάνω «δούλο» (του χρήματος, της δόξας κ.λπ.)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.