υποχρεωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποχρεωμένος | η | υποχρεωμένη | το | υποχρεωμένο |
| γενική | του | υποχρεωμένου | της | υποχρεωμένης | του | υποχρεωμένου |
| αιτιατική | τον | υποχρεωμένο | την | υποχρεωμένη | το | υποχρεωμένο |
| κλητική | υποχρεωμένε | υποχρεωμένη | υποχρεωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποχρεωμένοι | οι | υποχρεωμένες | τα | υποχρεωμένα |
| γενική | των | υποχρεωμένων | των | υποχρεωμένων | των | υποχρεωμένων |
| αιτιατική | τους | υποχρεωμένους | τις | υποχρεωμένες | τα | υποχρεωμένα |
| κλητική | υποχρεωμένοι | υποχρεωμένες | υποχρεωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποχρεωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υποχρεώνω
Μετοχή
υποχρεωμένος
- δεσμευμένος με νομικό δεσμό
- οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους
- δεσμευμένος με ηθικά δεσμά
- είμαι υποχρεωμένος σ' αυτόν, έχει κάνει τόσα πράγματα για μένα
Μεταφράσεις
υποχρεωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.