υποχρεωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποχρεωμένος η υποχρεωμένη το υποχρεωμένο
      γενική του υποχρεωμένου της υποχρεωμένης του υποχρεωμένου
    αιτιατική τον υποχρεωμένο την υποχρεωμένη το υποχρεωμένο
     κλητική υποχρεωμένε υποχρεωμένη υποχρεωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποχρεωμένοι οι υποχρεωμένες τα υποχρεωμένα
      γενική των υποχρεωμένων των υποχρεωμένων των υποχρεωμένων
    αιτιατική τους υποχρεωμένους τις υποχρεωμένες τα υποχρεωμένα
     κλητική υποχρεωμένοι υποχρεωμένες υποχρεωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποχρεωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υποχρεώνω

Μετοχή

υποχρεωμένος

  1. δεσμευμένος με νομικό δεσμό
    οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους
  2. δεσμευμένος με ηθικά δεσμά
    είμαι υποχρεωμένος σ' αυτόν, έχει κάνει τόσα πράγματα για μένα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.