υποτελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποτελής | η | υποτελής | το | υποτελές |
| γενική | του | υποτελούς* | της | υποτελούς | του | υποτελούς |
| αιτιατική | τον | υποτελή | την | υποτελή | το | υποτελές |
| κλητική | υποτελή(ς) | υποτελής | υποτελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποτελείς | οι | υποτελείς | τα | υποτελή |
| γενική | των | υποτελών | των | υποτελών | των | υποτελών |
| αιτιατική | τους | υποτελείς | τις | υποτελείς | τα | υποτελή |
| κλητική | υποτελείς | υποτελείς | υποτελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποτελής < αρχαία ελληνική ὑποτελής < ὑπό + τέλος (φόρος~αυτός που υπόκειται σε φόρο)
Επίθετο
υποτελής, -ής, -ές
- (για χώρες ή ηγεμόνες) που δεν είναι πλήρως ανεξάρτητος αλλά υπόκειται στην εξουσία άλλου ισχυρότερου ηγεμόνα, έχοντας την υποχρέωση καταβολής φόρου ή/και στρατιωτικών υπηρεσιών
- υποταγμένος σε ξένες δυνάμεις
Εκφράσεις
- φόρου υποτελής
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
υποτελής αρσενικό ή θηλυκό
- ο άρχοντας που είναι εξαρτημένος από μια ισχυρότερη από αυτόν εξουσία
- ≈ συνώνυμα: βασάλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.