υποτέλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποτέλεια | οι | υποτέλειες |
| γενική | της | υποτέλειας | των | υποτελειών |
| αιτιατική | την | υποτέλεια | τις | υποτέλειες |
| κλητική | υποτέλεια | υποτέλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποτέλεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υποτέλεια θηλυκό
- το να είναι κάποιος υπό την εξουσία άλλου (για χώρα που δεν έχει πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα κτλ.)
Μεταφράσεις
υποτέλεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.