υποστολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποστολή οι υποστολές
      γενική της υποστολής των υποστολών
    αιτιατική την υποστολή τις υποστολές
     κλητική υποστολή υποστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποστολή < ελληνιστική κοινή ὑποστολή < αρχαία ελληνική ὑποστέλλω

Ουσιαστικό

υποστολή θηλυκό

  1. (αρχαιοπρεπές) η μείωση, η ελάττωση
  2. (λόγιο) το κατέβασμα, το μάζεμα
  3. 'υποστολή της σημαίας
     αντώνυμα: έπαρση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.