υποστολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποστολή | οι | υποστολές |
| γενική | της | υποστολής | των | υποστολών |
| αιτιατική | την | υποστολή | τις | υποστολές |
| κλητική | υποστολή | υποστολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποστολή < ελληνιστική κοινή ὑποστολή < αρχαία ελληνική ὑποστέλλω
Ουσιαστικό
υποστολή θηλυκό
Μεταφράσεις
υποστολή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.