υποστέλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποστέλλω < αρχαία ελληνική ὑποστέλλω < στέλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skʷel- ή *stel-
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈste.lo/
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποστέλλω | υπέστελλα | θα υποστέλλω | να υποστέλλω | υποστέλλοντας | |
| β' ενικ. | υποστέλλεις | υπέστελλες | θα υποστέλλεις | να υποστέλλεις | υπόστελλε | |
| γ' ενικ. | υποστέλλει | υπέστελλε | θα υποστέλλει | να υποστέλλει | ||
| α' πληθ. | υποστέλλουμε | υποστέλλαμε | θα υποστέλλουμε | να υποστέλλουμε | ||
| β' πληθ. | υποστέλλετε | υποστέλλατε | θα υποστέλλετε | να υποστέλλετε | υποστέλλετε | |
| γ' πληθ. | υποστέλλουν(ε) | υπέστελλαν υποστέλλαν(ε) |
θα υποστέλλουν(ε) | να υποστέλλουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπέστειλα | θα υποστείλω | να υποστείλω | υποστείλει | ||
| β' ενικ. | υπέστειλες | θα υποστείλεις | να υποστείλεις | υπόστειλε | ||
| γ' ενικ. | υπέστειλε | θα υποστείλει | να υποστείλει | |||
| α' πληθ. | υποστείλαμε | θα υποστείλουμε | να υποστείλουμε | |||
| β' πληθ. | υποστείλατε | θα υποστείλετε | να υποστείλετε | υποστείλτε | ||
| γ' πληθ. | υπέστειλαν υποστείλαν(ε) |
θα υποστείλουν(ε) | να υποστείλουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποστείλει | είχα υποστείλει | θα έχω υποστείλει | να έχω υποστείλει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποστείλει | είχες υποστείλει | θα έχεις υποστείλει | να έχεις υποστείλει | έχε υποσταλμένο | |
| γ' ενικ. | έχει υποστείλει | είχε υποστείλει | θα έχει υποστείλει | να έχει υποστείλει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποστείλει | είχαμε υποστείλει | θα έχουμε υποστείλει | να έχουμε υποστείλει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποστείλει | είχατε υποστείλει | θα έχετε υποστείλει | να έχετε υποστείλει | έχετε υποσταλμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν υποστείλει | είχαν υποστείλει | θα έχουν υποστείλει | να έχουν υποστείλει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υποσταλμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υποσταλμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υποσταλμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υποσταλμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.