υποδοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποδοχή | οι | υποδοχές |
| γενική | της | υποδοχής | των | υποδοχών |
| αιτιατική | την | υποδοχή | τις | υποδοχές |
| κλητική | υποδοχή | υποδοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποδοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποδοχή < ὑποδέχομαι < ὑπό (υπο-) + δέχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.ðoˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δο‐χή
Ουσιαστικό
υποδοχή θηλυκό
- η φιλοξενία κάποιου προσώπου που έρχεται, με την απόδοση ή όχι των τιμών που επιβάλλουν τα έθιμα ή οι τύποι
- οι νησιώτες επεφύλαξαν θερμή υποδοχή στον νέο βουλευτή
- ο τρόπος αντιμετώπισης κάποιου καινούργιου πράγματος
- η υποδοχή του βιβλίου του από τους αναγνώστες ήταν χλιαρή
- (τεχνολογία) εγκοπή ή κοίλωμα ενός μηχανήματος ή μιας συσκευής που έχει κατασκευαστεί ένα εξάρτημα ή όργανο
Πολυλεκτικοί όροι
- (πληροφορική) υποδοχή επέκτασης
Μεταφράσεις
υποδοχή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.