εγκοπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκοπή οι εγκοπές
      γενική της εγκοπής των εγκοπών
    αιτιατική την εγκοπή τις εγκοπές
     κλητική εγκοπή εγκοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκοπή < ελληνιστική κοινή ἐγκοπή < ἐγκόπτω < ἐν + κόπτω

Ουσιαστικό

εγκοπή θηλυκό

  1. χαρακιά από κόψιμο
 συνώνυμα: σχισμή
  1. εσοχή κατασκευασμένη για να δεχθεί προεξοχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.