socket
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| socket | sockets |
Ουσιαστικό
socket (en)
- η υποδοχή
- η πρίζα, ο ρευματοδότης
- η κοιλότητα ενός οστού, μέσα στην οποία προσαρμόζεται ένα όργανο (π.χ. μάτι, δόντι) ή ένα άλλο οστό
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.