υποαπασχολούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποαπασχολούμενος η υποαπασχολούμενη το υποαπασχολούμενο
      γενική του υποαπασχολούμενου της υποαπασχολούμενης του υποαπασχολούμενου
    αιτιατική τον υποαπασχολούμενο την υποαπασχολούμενη το υποαπασχολούμενο
     κλητική υποαπασχολούμενε υποαπασχολούμενη υποαπασχολούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποαπασχολούμενοι οι υποαπασχολούμενες τα υποαπασχολούμενα
      γενική των υποαπασχολούμενων των υποαπασχολούμενων των υποαπασχολούμενων
    αιτιατική τους υποαπασχολούμενους τις υποαπασχολούμενες τα υποαπασχολούμενα
     κλητική υποαπασχολούμενοι υποαπασχολούμενες υποαπασχολούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποαπασχολούμενος < μετοχή ενεστώτα μεσοπαθητικής φωνής του υποαπασχολούμαι

Μετοχή

υποαπασχολούμενος αρσενικό, -η, -ο

  • που υποαπασχολείται, που εργάζεται αποσπασματικά, ασταθώς, διακεκομμένα, με μεγάλα διαστήματα ανεργίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.