υποαπασχολήσεως
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υποαπασχολήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του υποαπασχόληση
- εναλλακτικά: υποαπασχόλησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.