ενασχολούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενασχολούμαι < ελληνιστική κοινή ἐνασχολέομαι / ἐνασχολοῦμαι

Ρήμα

ενασχολούμαι (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.