διαδικτυακή υπηρεσία

Νέα ελληνικά (el)

Πολυλεκτικός όρος

  • (διαδίκτυο) Web service: η υπηρεσία (το αποτέλεσμα της λειτουργίας ενός προγράμματος) που παρέχεται σε ένα άλλο πρόγραμμα μέσω του διαδικτύου

Συνώνυμα

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. (αγγλικά) Anwar Samer, Difference Between API and Web Service. Δημοσίευση 2017-08-26. Αρχειοθέτηση 2019-12-19. Πρόσβαση 2020-10-10.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.