SMS
Αγγλικά (en)
Συντομομορφή
SMS (en) αρκτικόλεξο
- (τηλεπικοινωνίες, κινητή τηλεφωνία) short message service, [1] εσεμές· μήνυμα κειμένου κινητής τηλεφωνίας, κειμενομήνυμα
- MMS
- ρήμα text
-
SMS στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
SMS στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- «SMS» από αναζήτηση «short message service» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.