υπερσυμπιεστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπερσυμπιεστής | οι | υπερσυμπιεστές |
| γενική | του | υπερσυμπιεστή | των | υπερσυμπιεστών |
| αιτιατική | τον | υπερσυμπιεστή | τους | υπερσυμπιεστές |
| κλητική | υπερσυμπιεστή | υπερσυμπιεστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερσυμπιεστής < υπερ- + συμπιεστής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supercharger[1])
Ουσιαστικό
υπερσυμπιεστής αρσενικό
Συνώνυμα
- κομπρέσορας
- στροβιλοσυμπιεστής
- τούρμπο
- υπερτροφοδότης
Μεταφράσεις
υπερσυμπιεστής
- υπερσυμπιεστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.