συμπιεστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμπιεστής | οι | συμπιεστές |
| γενική | του | συμπιεστή | των | συμπιεστών |
| αιτιατική | τον | συμπιεστή | τους | συμπιεστές |
| κλητική | συμπιεστή | συμπιεστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπιεστής < (συμπιέζω) συμπιεσ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compresseur
Ουσιαστικό
συμπιεστής αρσενικό
- (μηχανική)
- κεντρική μονάδα συμπίεσης αέρα κομπρεσέρ
- σφυροδράπανο με πεπλατυσμένη άκρη που συμπιέζει το έδαφος
- (μουσική) κομπρέσορ σήματος, μηχάνημα ή πρόγραμμα που περιορίζει την ένταση της ταλάντωσης ενός σήματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.