συμπιεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπιεστής οι συμπιεστές
      γενική του συμπιεστή των συμπιεστών
    αιτιατική τον συμπιεστή τους συμπιεστές
     κλητική συμπιεστή συμπιεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπιεστής < (συμπιέζω) συμπιεσ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compresseur

Ουσιαστικό

συμπιεστής αρσενικό

  1. (μηχανική)
    1. κεντρική μονάδα συμπίεσης αέρα κομπρεσέρ
    2. σφυροδράπανο με πεπλατυσμένη άκρη που συμπιέζει το έδαφος
  2. (μουσική) κομπρέσορ σήματος, μηχάνημα ή πρόγραμμα που περιορίζει την ένταση της ταλάντωσης ενός σήματος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συμπιεστής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.