διαπόντιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπόντιος | η | διαπόντια | το | διαπόντιο |
| γενική | του | διαπόντιου | της | διαπόντιας | του | διαπόντιου |
| αιτιατική | τον | διαπόντιο | τη | διαπόντια | το | διαπόντιο |
| κλητική | διαπόντιε | διαπόντια | διαπόντιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπόντιοι | οι | διαπόντιες | τα | διαπόντια |
| γενική | των | διαπόντιων | των | διαπόντιων | των | διαπόντιων |
| αιτιατική | τους | διαπόντιους | τις | διαπόντιες | τα | διαπόντια |
| κλητική | διαπόντιοι | διαπόντιες | διαπόντια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπόντιος < αρχαία ελληνική διαπόντιος < διά + πόντιος < πόντος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pónteh₁s (μονοπάτι, δρόμος) < *pónth₁s < *pent-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈpon.di.os/ & /ðʝaˈpon.di.os/
Επίθετο
διαπόντιος, -α, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πόντος
Μεταφράσεις
διαπόντιος
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.