υπερπροστατευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερπροστατευμένος η υπερπροστατευμένη το υπερπροστατευμένο
      γενική του υπερπροστατευμένου της υπερπροστατευμένης του υπερπροστατευμένου
    αιτιατική τον υπερπροστατευμένο την υπερπροστατευμένη το υπερπροστατευμένο
     κλητική υπερπροστατευμένε υπερπροστατευμένη υπερπροστατευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερπροστατευμένοι οι υπερπροστατευμένες τα υπερπροστατευμένα
      γενική των υπερπροστατευμένων των υπερπροστατευμένων των υπερπροστατευμένων
    αιτιατική τους υπερπροστατευμένους τις υπερπροστατευμένες τα υπερπροστατευμένα
     κλητική υπερπροστατευμένοι υπερπροστατευμένες υπερπροστατευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερπροστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερπροστατεύω

Μετοχή

υπερπροστατευμένος, -η, -ο

  • που κάποιοι τον προστατεύουν υπέρμετρα, συνήθως για άτομα με υπερπροστατευτικούς γονείς αλλά και γενικά για όσους έχουν περιβάλλον που τους προστατεύει περισσότερο από όσο συνηθίζεται
  •  δείτε τη λέξη προστατεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.