γονείς

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣoˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γονείς

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γονείς αρσενικό

  • γονεύς (αρχαία ελληνικά, καθαρεύουσα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.