υπερορθόδοξος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερορθόδοξος η υπερορθόδοξη το υπερορθόδοξο
      γενική του υπερορθόδοξου της υπερορθόδοξης του υπερορθόδοξου
    αιτιατική τον υπερορθόδοξο την υπερορθόδοξη το υπερορθόδοξο
     κλητική υπερορθόδοξε υπερορθόδοξη υπερορθόδοξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερορθόδοξοι οι υπερορθόδοξες τα υπερορθόδοξα
      γενική των υπερορθόδοξων των υπερορθόδοξων των υπερορθόδοξων
    αιτιατική τους υπερορθόδοξους τις υπερορθόδοξες τα υπερορθόδοξα
     κλητική υπερορθόδοξοι υπερορθόδοξες υπερορθόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερορθόδοξος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyperorthodox < ελληνιστική κοινή ὑπέρ + ὀρθόδοξος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pe.ɾoɾˈθo.ðo.ksos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερορθόδοξος

Επίθετο

υπερορθόδοξος, -η, -ο

  • (θρησκεία) που εφαρμόζει απαρέγκλιτα όσα η σωστή (κατά τη γνώμη του) πίστη του ορίζει, φτάνοντας σε ακρότητες
      Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη ανάμεσα στους υπερορθόδοξους Εβραίους, που αποτελούν το 11% του πληθυσμού (…). Οι γυναίκες των υπερορθοδόξων είναι υποχρεωμένες να εργάζονται και συντηρούν τις οικογένειές τους ενώ οι άντρες απλά διαβάζουν τις ιερές γραφές. Η ζωή τους διέπεται από το τρίπτυχο εργασία, υπακοή, γέννα (κατά μέσο όρο επτά παιδιά). Ζουν απομονωμένες, κυκλοφορούν σκεπασμένες από την κορφή ως τα νύχια, ξυρίζουν το κεφάλι τους (τα μαλλιά θεωρούνται όχημα λαγνείας), φορούν καπέλα ή περούκες όταν κυκλοφορούν στον δρόμο, πρέπει να βαδίζουν σε διαφορετικά πεζοδρόμια, όπως και να καταλαμβάνουν διαφορετικούς χώρους σε λεωφορεία, δημόσιες εκδηλώσεις, σχολεία, χωρίς τη δυνατότητα να εκφράζουν άποψη ή να παίρνουν αποφάσεις, αποκλειστικό προνόμιο των αντρών. (Εφημερίδα των Συντακτών, 22.08.2019)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.