υπερκοπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερκοπωμένος | η | υπερκοπωμένη | το | υπερκοπωμένο |
| γενική | του | υπερκοπωμένου | της | υπερκοπωμένης | του | υπερκοπωμένου |
| αιτιατική | τον | υπερκοπωμένο | την | υπερκοπωμένη | το | υπερκοπωμένο |
| κλητική | υπερκοπωμένε | υπερκοπωμένη | υπερκοπωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερκοπωμένοι | οι | υπερκοπωμένες | τα | υπερκοπωμένα |
| γενική | των | υπερκοπωμένων | των | υπερκοπωμένων | των | υπερκοπωμένων |
| αιτιατική | τους | υπερκοπωμένους | τις | υπερκοπωμένες | τα | υπερκοπωμένα |
| κλητική | υπερκοπωμένοι | υπερκοπωμένες | υπερκοπωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερκοπωμένος < υπερκοπιάζω + -ωμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υπερκόπωση, υπέρ, κόπος και κόβω
Μεταφράσεις
υπερκοπωμένος
|
|
Αναφορές
- υπερκοπωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.