υπερκόπωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερκόπωση | οι | υπερκοπώσεις |
| γενική | της | υπερκόπωσης* | των | υπερκοπώσεων |
| αιτιατική | την | υπερκόπωση | τις | υπερκοπώσεις |
| κλητική | υπερκόπωση | υπερκοπώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερκοπώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾˈko.po.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐κό‐πω‐ση
Ουσιαστικό
υπερκόπωση θηλυκό
- η υπερβολική κούραση και οι συνεπειές της καθώς και η συνακόλουθη εξασθένιση ενός οργανισμού
Συγγενικά
- υπερκοπιάζω
- υπερκοπωμένος
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, κόπωση, κόπος και κόβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.