υπερκινητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερκινητικός | η | υπερκινητική | το | υπερκινητικό |
| γενική | του | υπερκινητικού | της | υπερκινητικής | του | υπερκινητικού |
| αιτιατική | τον | υπερκινητικό | την | υπερκινητική | το | υπερκινητικό |
| κλητική | υπερκινητικέ | υπερκινητική | υπερκινητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερκινητικοί | οι | υπερκινητικές | τα | υπερκινητικά |
| γενική | των | υπερκινητικών | των | υπερκινητικών | των | υπερκινητικών |
| αιτιατική | τους | υπερκινητικούς | τις | υπερκινητικές | τα | υπερκινητικά |
| κλητική | υπερκινητικοί | υπερκινητικές | υπερκινητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
υπερκινητικός, -ή, -ό
- (ιατρική) ασθενής που δεν μπορεί να καταστείλει την τάση του για κίνηση
- υπερδραστήριο άτομο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υπερκινητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.