υπερδιέγερση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερδιέγερση | οι | υπερδιεγέρσεις |
| γενική | της | υπερδιέγερσης* | των | υπερδιεγέρσεων |
| αιτιατική | την | υπερδιέγερση | τις | υπερδιεγέρσεις |
| κλητική | υπερδιέγερση | υπερδιεγέρσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδιεγέρσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερδιέγερση < υπερ- + διέγερση < αρχαία ελληνική διεγείρω < διά + ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική surexcitation)
Ουσιαστικό
υπερδιέγερση θηλυκό
- ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη διέγερση, νευρικότητα, ανησυχία και κινητικότητα
Συγγενικά
- υπερδιεγερσιμότητα
- → δείτε τις λέξεις διεγείρω και εγείρω
Μεταφράσεις
υπερδιέγερση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.