ὑπασπιστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
ὑπασπιστής αρσενικό
- ο υπασπιστής
- ο ασπιδοφόρος, βοηθός του στρατηγού, του οποίου έφερε την ασπίδα
- στον Μακεδονικό στρατό, υπασπιστές ονομάζονταν οι πεζοί ασπιδοφόροι σωματοφύλακες, που αποτελούσαν ξεχωριστό σώμα, που απολάμβανε ιδιαίτερες τιμές
Πηγές
- ὑπασπιστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπασπιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.