λόχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λόχος οι λόχοι
      γενική του λόχου των λόχων
    αιτιατική τον λόχο τους λόχους
     κλητική λόχε λόχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λόχος < αρχαία ελληνική λόχος

Ουσιαστικό

λόχος αρσενικό

  1. μονάδα του στρατού ξηράς μικρότερη από το τάγμα και μεγαλύτερη από διμοιρία, που διοικείται από λοχαγό και αριθμεί περίπου 100 άνδρες

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λόχος < λέχομαι

Ουσιαστικό

λόχος αρσενικό

  1. η στρατιωτική ενέδρα
    • η ενέργεια
    • ο τόπος
    • το τμήμα του στρατού που χρησιμοποιείται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.