λόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λόχος | οι | λόχοι |
| γενική | του | λόχου | των | λόχων |
| αιτιατική | τον | λόχο | τους | λόχους |
| κλητική | λόχε | λόχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λόχος < αρχαία ελληνική λόχος
Ουσιαστικό
λόχος αρσενικό
Εκφράσεις
- η μάνα του λόχου: ο επιλοχίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
λόχος < λέχομαι
Ουσιαστικό
λόχος αρσενικό
- η στρατιωτική ενέδρα
- η ενέργεια
- ο τόπος
- το τμήμα του στρατού που χρησιμοποιείται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.