κατατάσσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατατάσσω < αρχαία ελληνική κατατάσσω < κατά + τάσσω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂g-

Προφορά

ΔΦΑ : /kataˈtaso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατατάσσω

Ρήμα

κατατάσσω (παθητική φωνή: κατατάσσομαι)

  1. βάζω κάτι ή κάποιον από ένα ευρύτερο σύνολο σε μια σειρά
     συνώνυμα: ταξινομώ
  2. τοποθετώ, βάζω, θέτω
  3. (στρατιωτικός όρος) εισάγω κάποιον στις τάξεις του στρατού

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.