υλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υλιστής | οι | υλιστές |
| γενική | του | υλιστή | των | υλιστών |
| αιτιατική | τον | υλιστή | τους | υλιστές |
| κλητική | υλιστή | υλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υλιστής < υλ(ισμός) + -ιστής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική matérialiste [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐λι‐στής
Ουσιαστικό
υλιστής αρσενικό (θηλυκό υλίστρια)
- (φιλοσοφία) οπαδός του υλισμού
- (γενικότερα) ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται μόνον ή κυρίως για τα υλικά αγαθά
Σημειώσεις
- παλιά γραφή, πολυτονικό: με δασεία: ὑλιστής
Μεταφράσεις
υλιστής
Αναφορές
- υλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.