υλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υλιστικός η υλιστική το υλιστικό
      γενική του υλιστικού της υλιστικής του υλιστικού
    αιτιατική τον υλιστικό την υλιστική το υλιστικό
     κλητική υλιστικέ υλιστική υλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υλιστικοί οι υλιστικές τα υλιστικά
      γενική των υλιστικών των υλιστικών των υλιστικών
    αιτιατική τους υλιστικούς τις υλιστικές τα υλιστικά
     κλητική υλιστικοί υλιστικές υλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υλιστικός < υλιστής

Επίθετο

υλιστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.