υλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υλίστρια | οι | υλίστριες |
| γενική | της | υλίστριας | των | υλιστριών |
| αιτιατική | την | υλίστρια | τις | υλίστριες |
| κλητική | υλίστρια | υλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υλίστρια < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
υλίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.