υλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υλισμός | οι | υλισμοί |
| γενική | του | υλισμού | των | υλισμών |
| αιτιατική | τον | υλισμό | τους | υλισμούς |
| κλητική | υλισμέ | υλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
υλισμός < ύλη + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική matérialisme. Δείτε και την ελληνιστική λέξη ὑλισμός με σημασία «φιλτράρισμα»[1]
Ουσιαστικό
υλισμός αρσενικό (ο πληθυντικός κυρίως στον προφορικό λόγο)
Εκφράσεις
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υλισμός
|
Αναφορές
- υλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.