τύρβη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύρβη οι τύρβες
      γενική της τύρβης των τυρβών
    αιτιατική την τύρβη τις τύρβες
     κλητική τύρβη τύρβες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τύρβη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τύρβη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtiɾ.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τύρβη

Ουσιαστικό

τύρβη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τύρβη αἱ ...?...αι
      γενική τῆς τύρβης τῶν τυρβῶν
      δοτική τῇ τύρβ ταῖς τύρβαις
    αιτιατική τὴν τύρβην τὰς τύρβᾱς
     κλητική ! τύρβη ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τύρβ
γεν-δοτ τοῖν  τύρβαιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τύρβη < Κατά τον Beekes[1] η διτυπία τύρβη, σύρβη οδηγεί σε ετυμολόγηση από την προελληνική
τύρβη < Κατά τον Μπαμπινιώτη[2], το θέμα τυρβ- δεν μπορεί να συνδεθεί με την εικαζόμενη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *twr̥bh-
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: turba

Ουσιαστικό

τύρβη θηλυκό

  1. η αταξία, η σύγχυση από θόρυβο
      4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Περὶ ἀντιδόσεως, 130
    τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν
  2. (μεταφορικά) ποιητική τύρβη
    1. για βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού
        τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην Τύρβην (Παυσανίας, Κορινθιακά, ΙΙ.24, 6.)
    2. (κατά το λεξικό Σούδα) θορυβώδες γλέντι, το γλεντοκόπημα, ξεφάντωμα
    3. η θήκη για αυλούς, η αὐλοθήκη

  • σύρβη (κατά το λεξικό Σούδα)

Παράγωγα

  • ἀνατυρβάζω
  • σικιννοτύρβη
  • σκελοτύρβη
  • στυρβάζω (τυρβάζω)
  • τύρβα (επίρρημα)
  • τυρβασία
  • τύρβασμα
  • τυρβάζω

Πιθανόν και

  • συρβηνός
  • τύρβησις

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.