τυρβάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τυρβάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυρβάζω < τύρβη
Ρήμα
τυρβάζω μόνο στο ενεστωτικό θέμα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- ασχολούμαι με κάτι, ανακατώνομαι σε κάτι
- ↪ περί άλλα τυρβάζει (ασχολείται με άλλα πράγματα)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τυρβάζω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
τυρβάζω μεσοπαθητική φωνή τυρβάζομαι
- (αρχική σημασία) ανακατεύω, ταράζω, αναταράσσω, αναστατώνω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀπόσπασμα 754 @archive.org
- τυφλὸς γάρ, ὦ γυναῖκες, οὐδʼ ὁρῶν Ἄρης | συὸς προσώπῳ πάντα τυρβάζει κακά.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 257 (256-257)
- κἄπειτ᾽ ἴσως ἐν τῷ σκότῳ τουτουὶ στερηθεὶς | τὸν πηλὸν ὥσπερ ἀτταγᾶς τυρβάσεις βαδίζων.
- και δίχως φως, στα σκοτεινά, μέσα δω στο βούρκο | σαν τις λιβαδοπέρδικες θα τσαλαβουτάτε.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- και έπειτα ίσως στο σκοτάδι δίχως φως, | περπατώντας θα ανακατεύεις τη λάσπη σαν τις λιβαδοπέρδικες.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- κἄπειτ᾽ ἴσως ἐν τῷ σκότῳ τουτουὶ στερηθεὶς | τὸν πηλὸν ὥσπερ ἀτταγᾶς τυρβάσεις βαδίζων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀπόσπασμα 754 @archive.org
- (στη μέση φωνή) συνωθούμαι, συνωστίζομαι
- → δείτε παράθεμα στο τυρβάζεσθαι
- (στην παθητική φωνή) ασχολούμαι, φροντίζω
- ※ Mάρθα, Mάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά (Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, 10, 41)
- Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και ασχολείσαι με πολλά
- ※ Mάρθα, Mάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά (Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, 10, 41)
- (ελληνιστική σημασία) ξεφαντώνω, γλεντώ, διασκεδάζω
Συγγενικά
- ἀνατυρβάζω
- τύρβα
- τυρβασία
- τύρβασμα
- τύρβη
- τύρβησις
Κλίση
- Ενεργητική φωνή → λείπει η κλίση
τυρβάζομαι - μεσοπαθητικοί τύποι
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τυρβάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τυρβάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.