tel

Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tel tels
θηλυκό telle telles

Προφορά

ΔΦΑ : /tɛl/
 

Επίθετο

tel (fr)



Παλαιά γαλλικά (fro)

Επίθετο

tel



Ταταρικά (tt)

Ουσιαστικό

tel (tt)

  • η γλώσσα (ανθρώπινο σώμα & ομιλία')



Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό 1

tel (tr)

  1. νήμα, ίνα
  2. σύρμα
  3. χορδή

Ουσιαστικό 2

tel (tr)

  1. τηλεγράφημα
  2. τηλέφωνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.