-li
Τουρκικά (tr)
Επίθημα
-li (tr)
επίθημα για επίθετα και ουσιαστικά που δηλώνει
- ότι περιέχεται η έννοια του το α' συνθετικού
- προέλευση (από τόπο, πόλη)
- dağ (βουνό) > dağlı (ορεσίβιος)
- İstanbul > İstanbullu (Πολίτης, Πολίτισσα, από την Πόλη)
Σημειώσεις
- Ο τονισμός των λέξεων -li ποικίλλει· δεν τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα.
Παράγωγα
- Τουρκικές λέξεις με επίθημα -li στο Βικιλεξικό
- Τουρκικές λέξεις με επίθημα -lı στο Βικιλεξικό
- Τουρκικές λέξεις με επίθημα -lu στο Βικιλεξικό
- Τουρκικές λέξεις με επίθημα -lü στο Βικιλεξικό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.