καρμιριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρμιριά | οι | καρμιριές |
| γενική | της | καρμιριάς | των | καρμιριών |
| αιτιατική | την | καρμιριά | τις | καρμιριές |
| κλητική | καρμιριά | καρμιριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.