τσατάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσατάλι τα τσατάλια
      γενική του τσαταλιού των τσαταλιών
    αιτιατική το τσατάλι τα τσατάλια
     κλητική τσατάλι τσατάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσατάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çatal (πιρούνι) +

Ουσιαστικό

τσατάλι ουδέτερο (λαϊκότροπο) και τσάταλο

  1. διχάλα, φούρκα
  2. (εργαλείο) διάφορα εργαλεία ή όργανα με διχαλωτό σχήμα: τσιγκέλι, σφεντόνα, τσουγκράνα
  3. ξυλοδαρμός
  4. τιμωρία

Εκφράσεις

  • τα νεύρα μου τσατάλιακρόσσια): νευρίασα πολύ, μου έσπασε τα νεύρα, με τσάτισε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.