κρόσσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρόσσι τα κρόσσια
      γενική του κροσσιού των κροσσιών
    αιτιατική το κρόσσι τα κρόσσια
     κλητική κρόσσι κρόσσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τα κρόσσια ενός χαλιού

Ετυμολογία

κρόσσι < ελληνιστική κοινή κροσσίον +

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρόσσι

Ουσιαστικό

κρόσσι ουδέτερο

  1. νήματα στην άκρη υφάσματος τα οποία αντί να δεθούν αφήνονται ελεύθερα για διακόσμηση
  2. λειρί κόκορα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.