τσιγκέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιγκέλι τα τσιγκέλια
      γενική του τσιγκελιού των τσιγκελιών
    αιτιατική το τσιγκέλι τα τσιγκέλια
     κλητική τσιγκέλι τσιγκέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιγκέλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çengel < περσική چنگال (çangal)

Ουσιαστικό

τσιγκέλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.