τσάταλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάταλο τα τσάταλα
      γενική του τσάταλου των τσάταλων
    αιτιατική το τσάταλο τα τσάταλα
     κλητική τσάταλο τσάταλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσάταλο < τουρκική çatal (πιρούνι) + -ο

Ουσιαστικό

τσάταλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.