τσουγκράνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσουγκράνα οι τσουγκράνες
      γενική της τσουγκράνας των τσουγκρανών
    αιτιατική την τσουγκράνα τις τσουγκράνες
     κλητική τσουγκράνα τσουγκράνες
γενική πληθυντικού και τσουγκράνων
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια ξύλινη τσουγκράνα

Ετυμολογία

τσουγκράνα < τσουγκρανίζω + < μεσαιωνική ελληνική τσουγκρανίζω < γρατσουνίζω

Ουσιαστικό

τσουγκράνα θηλυκό

  • εργαλείο με μακριά λαβή και μεταλλικά δόντια που χρησιμοποιείται για το μάζεμα των πεσμένων φύλλων, για ένα ελαφρό σκάψιμο του επιφανειακού χώματος και άλλες εργασίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.