πληκτροφόρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πληκτροφόρο τα πληκτροφόρα
      γενική του πληκτροφόρου των πληκτροφόρων
    αιτιατική το πληκτροφόρο τα πληκτροφόρα
     κλητική πληκτροφόρο πληκτροφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πληκτροφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πληκτροφόρος < πλήκτρο + -ο- + -φόρος (< φέρω)

Ουσιαστικό

πληκτροφόρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.