τσεμπαλίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσεμπαλίστας | οι | τσεμπαλίστες |
| γενική | του | τσεμπαλίστα | των | τσεμπαλιστών |
| αιτιατική | τον | τσεμπαλίστα | τους | τσεμπαλίστες |
| κλητική | τσεμπαλίστα | τσεμπαλίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσεμπαλίστας < τσέμπαλ(ο) + -ίστας
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡sem.baˈli.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσε‐μπα‐λί‐στας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.