τσάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσάκα | οι | τσάκες |
| γενική | της | τσάκας | — | |
| αιτιατική | την | τσάκα | τις | τσάκες |
| κλητική | τσάκα | τσάκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- 1,2.τσάκα < τσακώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
- 3. τσάκα < ιταλική giacca < παλαιά γαλλικά jaque
- 4. τσάκα < τσακίζω
Ουσιαστικό
τσάκα θηλυκό
Μεταφράσεις
τσάκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.