τζάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τζάκα | οι | τζάκες |
| γενική | της | τζάκας | — | |
| αιτιατική | την | τζάκα | τις | τζάκες |
| κλητική | τζάκα | τζάκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τζάκα < ιταλική giacca < παλαιά γαλλικά jaque
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.