ατού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ατού < (λόγιο δάνειο) γαλλική atout
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈtu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τού
Ουσιαστικό
ατού ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.