τρύβλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τρύβλιον | τὰ | τρύβλιᾰ |
| γενική | τοῦ | τρυβλίου | τῶν | τρυβλίων |
| δοτική | τῷ | τρυβλίῳ | τοῖς | τρυβλίοις |
| αιτιατική | τὸ | τρύβλιον | τὰ | τρύβλιᾰ |
| κλητική ὦ! | τρύβλιον | τρύβλιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρυβλίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τρυβλίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρύβλιον (τεχνικός όρος) < άγνωστης ετυμολογίας. Με κατάληξη υποκοριστικού -ιον.
- Μεταγενέστερα, και #Άλλες μορφές
Ουσιαστικό
τρύβλιον ουδέτερο (κεραμική)
- (κουζινικά) πιάτο, πιατάκι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 77 (76-79)
- τοτὲ μὲν ἐρᾷ φαγεῖν ἀφύας Φαληρικάς·
τρέχω ʼπʼ ἀφύας λαβὼν ἐγὼ τὸ τρύβλιον.
ἔτνους δʼ ἐπιθυμεῖ, δεῖ τορύνης καὶ χύτρας·
τρέχω ʼπὶ τορύνη- Η όρεξη σαν τού ᾽ρθει / να φάει σαρδέλες του Φαλήρου, αρπάζω / μια σκουτέλα και τρέχω για σαρδέλες· / αν θέλει φάβα, χρειάζεται κουτάλα / κι ένα τσουκάλι· τρέχω για κουτάλα.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- τοτὲ μὲν ἐρᾷ φαγεῖν ἀφύας Φαληρικάς·
- ≈ συνώνυμα: πινάκιον, λοπάς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 77 (76-79)
- (κουζινικά) ποτήρι, κούπα
- (και μεταφορικά)※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 278
- εἰρήνης ῥοφήσει τρύβλιον
- → δείτε και τη λέξη φιάλη
- (και μεταφορικά)※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 278
- (μονάδα μέτρησης ιδίως στη φαρμακευτική [1]) είδος αγγείου με χωρητικότητα περίπου το 1/4 της κοτύλη, ιδίως στην προετοιμασία ιατρικών συνταγών
- ≈ συνώνυμα: ὀξύβαφον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: τρύβλιο & τρυβλίο
- ≈ συνώνυμα: ὀξύβαφον
- (ελληνιστική σημασία , μονάδα μέτρησης) αγγείο χωρητικότητας για 20 αρτάβες (ἀρτάβη)
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12, 73 @scaife.perseus. Αναφορά[2] του Ποσειδώνιου[3] για τον Πτολεμαίο τον 8ο (ή 7ο) τον Φύσκωνα[4]
- [ib. 187]: Ἀρτεμίτια μεγίστη [ἑορτὴ] ἐν Κυρήνῃ ἑορτή, ἐν ᾗ ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἀπόλλωνος ἐνιαύσιος δ᾽ ἐστἴ δειπνίζει τοὺς πρὸ αὐτοῦ ἱερευσαμένους καὶ παρατίθησιν ἑκάστῳ τρυβλίον: τοῦτο δ᾽ ἐστὶ κεραμεοῦν ἄγγος ἐπιδεχόμενον ὡς εἴκοσι ἀρτάβας,
- άλλες μορφές: τρυβλίον
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12, 73 @scaife.perseus. Αναφορά[2] του Ποσειδώνιου[3] για τον Πτολεμαίο τον 8ο (ή 7ο) τον Φύσκωνα[4]
Συνώνυμα
- μεσαιωνικά ελληνικά: τρυβλίδιον (κούπα)
- νέα ελληνικά: τρύβλιο (δοχείο για χρήση στη φαρμακευτική)
Αναφορές
- «τρύβλιο» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 12.73 καὶ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ὁ ἕβδομος Αἰγύπτου βασιλεύσας, ὁ αὑτὸν μὲν Εὐεργέτην ἀνακηρύττων, ὑπὸ δὲ Ἀλεξανδρέων Κακεργέτης ὀνομαζόμενος. Ποσειδώνιος γοῦν ὁ στωικός, συναποδημήσας Σκιπίωνι τῷ Ἀφρικανῷ κληθέντι εἰς Ἀλεξάνδρειαν καὶ θεασάμενος αὐτόν, γράφει ἐν ἑβδόμῃ τῶν Ἱστοριῶν οὕτως
- Ποσειδώνιος ο Ρόδιος (περίπου 135-51 πκε), Ιστορίαι σε 52 βιβλία για την περίοδο 144-82 πκε, συνέχεια της Ιστορίας του Πολύβιου. Σώζονται αποσπάσματα.
- Πτολεμαίος Η΄ Φύσκων (182-116 πκε), που θέλησε να επονομαστεί Ευεργέτης, αλλά ειρωνικά, Κακεργέτης, κατά πολλούς. (Ptol. Euerg. 9J).
Πηγές
- τρύβλιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρύβλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.