σκουτέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκουτέλα | οι | σκουτέλες |
| γενική | της | σκουτέλας | — | |
| αιτιατική | τη | σκουτέλα | τις | σκουτέλες |
| κλητική | σκουτέλα | σκουτέλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκουτέλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκουτέλα < λατινική scutella,[1] απ' όπου και η ετυμολογική γραφή σκουτέλλα[2][3]
Συγγενικά
- σκουτελάκι
- σκουτελαπλάδενα (λογοτεχνικό)
- σκουτελάς
- σκουτέλι
- σκουτελιά
- σκουτελικό
- σκούτελο
- σκουτελοβαρίσκω (λογοτεχνικό)
- σκουτελούλα
- λήγουν σε -σκουτελ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αναφορές
- σκουτέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «σκουτέλλα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «σκουτέλλι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκουτέλα < (άμεσο δάνειο) λατινική scutella (πιατάκι) < scutra (πιάτο, δίσκος)
Ουσιαστικό
σκουτέλα θηλυκό
Κλιτικοί τύποι
- σκουτέλαν, σκουτέλην (αιτιατική ενικού)
- σκουτέλες (πληθυντικός)
Συνώνυμα
- ἀπαλαρέα < (apallarea) epularis
- γαβάθιν
- μινσοῦριν → δείτε τη λέξη μισσώριον (< missorium) πιατέλα
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
σκουτελ-
σκουτελ-
- ζαβοσκουτέλλης
- κρασοκούτελο
- μεσοσκούτελον (< mensa (τραπέζι)
- μουχρουτοσκούτελα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- σκουτελάκι
- σκουτελᾶς
- Σκουτέλλης (επώνυμο στη μεσαιωνική Σικελία)[1]
- σκουτέλι & σκουτέλλιον (και όψιμη ελληνιστική) / σκουτέλιον, σκουτλίον, σκουτέλ(λ)ιν
- σκουτελίκι, σκουτελλίκι
- σκουτελίτσιν / σκουτελλίτσιν
- σκουτελλοπίνακα (πληθυντικός) σκουτελλοπίνακον
- σκούτελος / σκούτελλος
άλλα επιτραπέζια σκεύη: πιατικά (κάνεα/κανᾶ ή τραπεζώματα[2]
- ἀπαλαρέα < (apallarea), epularis
- γαβάθιν
- σκουτελλοπίνακα
- μινσοῦριν, μινσῶριν, μινσούριον → δείτε τη λέξη μισσώριον < missarium
- μουχρούτα < αραβικό δάνειο
- μουχρούτιν < αραβικό δάνειο
- πάτελλα (θηλυκό). πατέλιν (ουδέτερο), πιάτο
- πινάκιν, πινάκι
- σαλτζάριον (σαλτσιέρα) < salsarium
- ελληνιστική κοινή: σκουτέλλιον
Για μαχαιροπίρουνα → δείτε τη λέξη μαχαίριον & για ποτήτρια → δείτε τη λέξη ποτήριον
Αναφορές
- G.Caracausi, Lessico greco della Sicilia e dell’Italia meridionale (secoli X–XIV). Palermo 1990.
- Κουκουλές, Φαίδων Ι. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Τόμος 5ος, «Γεύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών», σελ.107, 111 κ.ε.
Πηγές
- σκουτέλα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.334, Τόμος 20, συμπλήρωση του Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.