πιατάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιατάκι τα πιατάκια
      γενική
    αιτιατική το πιατάκι τα πιατάκια
     κλητική πιατάκι πιατάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πιατάκι με ένα κομμάτι ραβανί
ένα πιατάκι κάτω από ένα φλιτζάνι καφέ

Ετυμολογία

πιατάκι < πιάτο + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

πιατάκι ουδέτερο

  1. ένα μικρό πιάτο
  2. μικρός δίσκος με εσοχή για τη τοποθέτηση φλιτζανιών και ποτηριών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.